[Seite 1] nach Hes. lakon. = ἀβλαβής.
ἀάβακτος: «ἀάβακτοι, ἀβλαβεῖς (Σικελοί)», Ἡσύχ.
-ον• Alolema(s): -βηκτον Et.Gud.; -βυκτον Cyr.T., Cyr.C.p.197indemne Hsch., ἀ.· μέλαν, ἀβλαβές Et.Gud., cf. Cyr.T., Cyr.C.l.c.• Etimología: *ἀάϝακτος, cf. ἀάω.