ἀβλαβής

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβλαβής Medium diacritics: ἀβλαβής Low diacritics: αβλαβής Capitals: ΑΒΛΑΒΗΣ
Transliteration A: ablabḗs Transliteration B: ablabēs Transliteration C: avlavis Beta Code: a)blabh/s

English (LSJ)

ἀβλαβές,
A without harm, i.e.,
I Pass., unharmed, unhurt, Sapph. Supp.1.1, Pi.O.13.27, P.8.54, A.Th.68, X.Cyr.4.1.3, Pl.R. 342b, etc.; ζῶσαν ἀβλαβεῖ βίῳ S.El.650. Adv. ἀβλαβῶς, Ion. ἀβλαβέως, safely, ζώειν Thgn.1154; ἔχειν Dexipp.p.148D., cf. Arr.An.6.19.2: Sup. ἀβλαβέστατα X.Eq.6.1:—securely, ἐδήσατο σάνδαλα h.Merc.83.
II Act., not harming, harmless, innocent, ξυνουσία A.Eu.285; ἡδοναί Pl.R. 357b, etc.; ἀ. σπασμοί = doing no serious injury, Hp.Epid.1.6; τὸ πρὸς ἀνθρώπους ἀ. Phld.Piet.65: c. gen., ἀ. τῶν πλησίον Porph Sent.32: c. dat., Eus.Mynd.1. Adv. ἀβλαβῶς, c. dat., without harm to, τῇ γαστρί Metrod.41.
2 averting or preventing harm, ὕδωρ Theoc.24.98:—in Pl.Lg.953b we have the act. and pass. senses conjoined, ἀ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν.
3 in treaties, without violating the terms, ἀβλαβῶς σπονδαῖς ἐμμένειν, coupled with δικαίως and ἀδόλως, Th.5.18 and 47: so in Adj., ξύμμαχοι πιστοὶ.. καὶ ἀ. IG1.33.

Spanish (DGE)

(ἀβλᾰβής) -ές
• Morfología: [ac. ἀβλάβην Sapph.5.1, ἀβλαβῆν POsl.61.4 (III d.C.)]
I 1sent. fís. no dañado, indemne, ileso gener. como pred. ἀβλάβην μοι τὸν κασί γνητον δ[ό] τε τυίδ' ἴκεσθαι Sapph.5.1, τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων Pi.O.13.27, cf. P.8.54, αὐτὸς ἀ. καὶ τοὺς αὑτοῦ ἄνδρας ἀβλαβεῖς ... παρέχεται como lo propio del buen comandante, X.Cyr.4.1.3, cf. IStratonikeia 10.18 (I a.C.), ἵνα σοι παῖδες φυλαχθῶσιν ἀβλαβεὶς LXX Sap.19.6, cf. D.C.68.24.2, ἀβλαβῆ ... ἐποιήσατο τὴν ἀναχώρησιν hizo la retirada sin bajas Plb.5.110.11, τὴν ν[ο] μὴν τῆς ... οἰκίας ἄτρωτον ἀβλαβῆ παραδοῦναι PSI 709.25, cf. POxy.1963.11 (ambos VI d.C.), ἀβλαβῆ διαμένειν τὸν καρπόν Gp.1.14.10
c. rég. prep. διατελοῦσιν ἀβλαβεῖς ὑπ' ἀλλήλων viven sin recibir daño unos de otros, e.e., conviven pacíficamente, D.Chr.36.47
sent. no estrictamente fís. ἀ. βίος una vida sin perjuicio, sin daño S.El.650, τέχνη ... ἀ. καὶ ἀκέραιος Pl.R.342b, διοίκησις Plot.2.1.4
no violado σπονδαί Th.5.18.
2 no perjudicado, en sent. econ. indemnizado τὸν τοῦ τελευτήσαντος δεσπότην ἀβλαβῆ παρεχέτω καὶ ἀζήμιον ha de indemnizar y pagar al amo del (esclavo) muerto Pl.Lg.865c.
II 1no dañino, inofensivo, benigno ξυνουσία A.Eu.285, ἡδοναί Pl.R.357b, cf. Phlb.63a, σπασμοί Hp.Epid.1.6, cf. Arist.EN 1154b4, ἀβλαβῆ ... τὴν κατὰ τὸν ἥλιον ἀνατολήν (a ninguno de los dos ejércitos) fue molesta la salida del sol Plb.3.114.8, ἥλιος ἀ. LXX Sap.18.3, παλίρροια Str.7.2.1, ἡμέρῳ καὶ ἀβλαβεῖ D.Chr.1.25, (φάρμακα) ἀβλαβέστερα πρὸς τὸ μέλλον Gal.10.818, πεποίηκεν ἀβλαβὲς καὶ ἡδὺ τὸ βρῶμα Vit.Prophet.96.7, ἡμῖν ἀβλαβὴν χάριν ποιῆσαι concedernos un favor no lesivo (para tí), e.d., que no te cuesta nada POsl.l.c., ἀβλαβοῦς ὄντος τοῦ ἀξιώματος no perjudicando la demanda, IFayoum 114.32 (I a.C.)
c. dat. ἀ. δόμοις A.Eu.474, βαιὸς ὄλβος ἀ. βροτοῖς una fortuna humilde no es dañina para los mortales E.Fr.825, τῷ σώματι Thphr.HP 7.9.4, ἀ. τοῖς χρωμένοις Plb.11.29.10, τῷ στομάχῳ Gal.6.697
c. gen. κοινωνία ἡ ἀ. τῶν πλησίον Porph.Sent.32
de pers. que no causa perjuicio, benéfico χσύμμαχοι ἐσόμεθα πισ[τοὶ] ... καὶ ἀβλαβε͂ς IG 13.53.14 (V a.C.)
sent. I 1 y II 1 neutralizados por el cont. ἀ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν Pl.Lg.953a
subst. benignidad τὸ πρὸς ἀνθρώπους ἀ. Phld.Piet.65.
2 que evita o aleja el daño ὕδωρ Theoc.24.98.
III adv. ἀβλαβῶς, ἀβλαβέως
1 de manera segura ἀ. ἐδήσατο σάνδαλα h.Merc.83
sin riesgos, sin sufrir daño ζώειν Thgn.1154, πορευθεὶς ἀ. GVI 999.4 (II a.C.)
en relatos de batallas sin bajas Plb.5.96.3.
2 sin dañar, sin hacer daño, inocuamente de anim. λέοντα ἰδεῖν ἥμερον μὲν καὶ σαίνοντα καὶ προσίοντα ἀ. ἀγαθὸν ἂν εἴη Artem.2.12, ἀ. ὡς ἐμισθωσάμην PSI 934.14 (VI d.C.), cf. Arr.An.1.1.9, ἀ. ἂν τρέφοις Gal.10.689, ἀ. τῇ γαστρί Metrod.41
sin violar lo pactado ἐμμενῶ τῇ ξυμμαχίᾳ ... ἀ. καὶ ἀδόλως Th.5.47
sin culpa χρεῖαν ἔχειν PSI 392.13 (III a.C.).
• Etimología: Cf. ἀβλοπές.

German (Pape)

[Seite 3] ές, (βλάβη), 1) unversehrt, unbeschädigt, Pind. λαός P. 8, 56 Ol. 13, 26; Aesch. Hpt. 68; häufig in Prosa, σπονδαί, unverletzt, Thuc. 5, 18; mit ἀκέραιος verh. Plat. Rep. I, 342 b. – 2) nicht verletzend, unschädlich, unschuldig; συνουσία Aesch. Eum. 275; ἱκέτης 452; βίος Soph. El. 640. Plat. verbindet es mit ὠφέλιμος, Phil. 63 a; Schadenabwehrend, ὕδωρ Theocr. 24, 96; λουτρά Ep. ad. 206 (App. 373). Aehnl. Plat. Legg. IX, 865 c; ἀβλαβῆ καὶ ἀζήμιον παρέχειν, den Verlust jemandem ersetzen; vergl. ἢν γὰρ καί τι δάκῃς τὸ μὲν ἀβλαβὲς εὐθὺς ἔθηκας Theocr. 12, 25. Beide Bdtgn hat es bei Plat. Legg. XII, 853 a: ἀβλ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν, ohne Schaden zuzufügen und zu nehmen. – Adv. ἀβλαβέως ὑπὸ ποσσὶν ἐδήσατο, er band die Sohlen so unter, daß sie ihn nicht hinderten, H. h. Mere. 83; δικαίως καὶ ἀβ. καὶ ἀδόλως ἐμμένειν τῇ συμμαχίᾳ, unverbrüchlich, Thuc. 5, 47; ohne Schaden zu thun, Plut. Mar. 37.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. 1 qui ne nuit pas, qui ne fait pas de mal;
2 qui écarte, prévient le danger;
II. qui n'éprouve aucune atteinte ; tranquille.
Étymologie: , βλάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀβλᾰβής:
1 безвредный, безобидный, безопасный (ξυνουσία Aesch.; ἡδοναί Plat.; σπονδαὶ ἀβλαβεῖς Thuc.); ἀ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν Plat. неспособный ни причинить вреда, ни понести ущерба; ἀβλαβέστατον ζῴων ἁπάντων Plut. самое безобидное из животных;
2 предотвращающий опасность (τέχναι Plat.; ὕδωρ Theocr.);
3 не потерпевший ущерба, невредимый: ἀβλαβῆ τινα παρέχειν Plat. возместить кому-л. убытки.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβλᾰβής: -ές, ἄνευ βλάβης, ὅ ἐ. Ι. παθ. μὴ ὑποστὰς βλάβην. Πινδ. Ο. 13. 37, -λαὸς Π. 8. 77, Αἰσχύλ. Θηβ. 68, κτλ. ζῶσαν ἀβλαβεῖ βίῳ. Σοφ. Ἠλ. 650. πρβλ. 649. ΙΙ. ἐνεργ. μὴ προξενῶν βλάβην, ἀθῷος: ξυνουσία Αἰσχύλ. Εὐμ. 285. ἡδοναὶ Πλάτ. Πολ. 357 Β, κτλ. ἀβλ. σπασμοὶ μὴ προξενοῦντες σπουδαίαν βλάβην. Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 944. 2) ἀποκρούων ἢ προλαμβάνων βλάβην· -ὕδωρ Θεόκρ. 24. 96: ― Παρὰ Πλάτ. Νόμ. 953Α. ἔχομεν τὴν ἐνεργ. καὶ τὴν παθ. σημασ. ἐν συνδυασμῷ. ἀβλ. τοῦ δρᾶσαί τε καὶ παθεῖν· = χωρὶς νὰ προξενήσῃ καὶ νὰ πάθῃ βλάβην· ― ἐπίρρ. ἀβλαβῶς, Ἐπ. -έως, ὕμ. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 83. 3) ἐν Ἀττ. τυπικαῖς φράσεσιν: ἀβλαβῶς σπονδαῖς ἐμμένειν, μετὰ τῶν ἐπιρρ. δικαίως καὶ ἀδόλως φαίνεται ἀποκλεῖον φανερὰν βίαν ὡς καὶ ἀπάτην· Θουκ. 5. 18 καὶ 47· οὕτω καὶ αὐταὶ αἱ σπονδαὶ ἀποκαλοῦνται ἄδολοι καὶ ἀβλ. ὁ αὐτ. 4. 118, 5. 18. ὡσαύτ. εὕρ. ξύμμαχοι πιστοὶ… καὶ ἀβλ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 74. 14.

English (Slater)

ἀβλᾰβής unscathed, secure τόνδε λαὸν ἀβλαβῆ νέμων pr. (O. 13.27) “ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖ” (P. 8.54)

Greek Monotonic

ἀβλᾰβής: -ές (βλάβη), αβλαβής, αυτός που δεν έχει υποστεί φθορά, δηλ.·
I. Παθ., σώος, ασφαλής, άθικτος, αυτός που δεν υπέστη βλάβη, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. 1. Ενεργ., αυτός που δεν επιφέρει βλάβη, άκακος, ακίνδυνος, καλοήθης, αθώος, σε Αισχύλ., σε Πλάτ.
2. αυτός που αποκρούει ή προλαμβάνει τη βλάβη, σε Θεόκρ.
3. επίρρ., ἀβλαβῶς· στις Αττ. φρ.: ἀβλαβῶς σπονδαῖς ἐμμένειν, χωρίς να προκαλούν βλάβη, σε Θουκ.· ομοίως οι ίδιες οι σπονδαὶ αποκαλούνται ἄδολοι καὶ ἀβλαβεῖς, στον ίδ.

Middle Liddell

βλάβη
without harm, i.e.,
I. pass. unharmed, unhurt, secure, Aesch., etc.
II. act. not harming, harmless, innocent, Aesch., Plat.
2. averting or preventing harm, Theocr.
3. adv. in Attic formularies, ἀβλαβῶς σπονδαῖς ἐμμένειν without doing harm, Thuc.; so the σπονδαί themselves are entitled ἄδολοι καὶ ἀβλαβεῖς, Thuc.

English (Woodhouse)

harmless, unharmed, uninjured, doing no damage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

unharmed

Bulgarian: невредим; Czech: nedotčený, nezraněný; Dutch: ongedeerd, onbeschadigd; Galician: ileso; German: unversehrt, ungeschoren; Greek: αβλαβής, άβλαβος, ανέβλαβος, άθικτος, αλώβητος, σώος, σώος και αβλαβής; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἀθῷος, ἄκακος, ἀκάκυντος, ἀκάκωτος, ἀκατάφθορος, ἀκέραιος, ἀκήριος, ἀκραιφνές, ἀκραιφνής, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνέπαφος, ἀπαρές, ἀπήμαντος, ἀπήμων, ἀπηρές, ἀπηρής, ἀσινής, ἀσκηθής, ἄτρωτος, ἀψάλακτος, πανασκηθής; Italian: illeso, incolume, indenne, intatto, senza un graffio, sano e salvo; Japanese: 無事な; Korean: 무사하다; Latin: illaesus, incolumis; Ottoman Turkish: زیانسز; Portuguese: ileso, incólume; Russian: невредимый, в целости и сохранности; Spanish: ileso, incólume

harmless

Azerbaijani: zərərsiz; Belarusian: няшкодны, бясшкодны; Bulgarian: безвреден, безобиден; Catalan: inofensiu; Chinese Mandarin: 無害, 无害; Czech: neškodný; Dutch: ongevaarlijk, onschadelijk; Finnish: harmiton; French: inoffensif; German: harmlos, unschädlich, ungefährlich; Greek: αβλαβής, αζήμιος, άκακος, ακίνδυνος, που δεν κάνει κακό; Ancient Greek: ἀβλαβής, ἄβλαπτος, ἀζήμιος, ἀθῷος, ἀκηδής, ἀκήριος, ἄλυπος, ἀνάατος, ἄναιτος, ἄνατος, ἀνεμώλιος, ἄνοσος, ἄνουσος, ἀνώδυνος, ἀνώλεθρος, ἀπήμων, ἀπόνηρος, ἀσινής, ἀτελής, ἐξάντης, νηλιτής; Hungarian: ártalmatlan; Irish: neamhdhíobhálach, neamhurchóideach; Japanese: 無害な; Kazakh: зарарсыз; Korean: 무해의; Latin: innocuus; Manx: oney, meenieuagh; Maori: māhaki; Norman: innoffensif; Norwegian Bokmål: harmløs; Ottoman Turkish: ضررسز, زیانسز; Polish: nieszkodliwy; Portuguese: inofensivo; Romanian: nevătămător, inofensiv; Russian: безвредный, безобидный; Slovak: neškodný; Spanish: inocuo, inofensivo, benigno; Swedish: ofarlig; Turkish: zararsız; Turkmen: zyýansyz; Ukrainian: нешкідливий; Welsh: diniwed