ἀβακήμων
English (LSJ)
v. ἀβακής.
Spanish (DGE)
-ον
1 ignorante ἀβακήμονας καλοῦσι τοῦς ἀπαιδεύτους Hdn.Schem.1.
2 ἀ.· ἄλαλος, ἀσύνετος Ael.Dion.α 3, Hsch., Et.Gud.
• Etimología: Cf. ἀβακής.
German (Pape)
[Seite 2] = folg. VLL. erkl. μωρός, ἀσύνετος, ἄλαλος, BA. 323.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβακήμων: -ονος, ὁ, ἡ· ἀσύνετος, ἄλαλος, Ἡσύχ. καὶ Βεκκ. Ἀνέκδ. τόμ. Αϳ, σ. 323.