ἀβῆνα: ἡ, ἐκ τῆς Λατ. λέξ. avena = αἰγίλωψ ἢ βρόμος, βρόμι, Διοσκ.
ἡ• Morfología: [ac. ἀβήναμ Ps.Dsc.4.137]lat. auēna, avena ἀβένα· ἡ ἀβῆνα. ῥωμαϊστί Zonar. (pero cf. Zonar.85.16C.).