ἀγαθική, ἀγαθικόν, = ἀγαθός, Epich.99.
-ή, -όν bueno Epich.97.12, Fr.Lex.III.
[Seite 5] VLL., σπουδαῖος, gut.
ἀγαθικός: «ἀγαθικά, τὰ σπουδαῖα», Σουΐδ.