ἀγαργάλιστος
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαργάλιστος: -ον, ὁ μὴ γαργαλιζόμενος· «κενοδοξίας ἀγαργάλιστος πάθει», Ψ. Χρυσ. τόμ. Ζ΄, σ. 304.
Spanish (DGE)
-ον
fig. no afectado κενοδοξίας ἀγαργάλιστος πάθει Chrys.M.61.687.
ἀγαργάλιστος: -ον, ὁ μὴ γαργαλιζόμενος· «κενοδοξίας ἀγαργάλιστος πάθει», Ψ. Χρυσ. τόμ. Ζ΄, σ. 304.
-ον
fig. no afectado κενοδοξίας ἀγαργάλιστος πάθει Chrys.M.61.687.