no afectado
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
Spanish > Greek
ἀσυμπαθής, ἀκατάπληκτος, ἐνδιάθετος, ἀφελής, ἀγαργάλιστος, ἀσκεύαστος, ἄπρακτος, ἀνεπηρέαστος, ἀπαθής