ἀγγαρήιος

English (LSJ)

ὁ, Ion. form of ἄγγαρος, Hdt.3.126.
II Subst. ἀγγαρήιον, τό, posting-system, Id.8.98.

German (Pape)

[Seite 10] Her. 3, 126, = ἄγγαρος.

Greek Monotonic

ἀγγᾰρήιος: ὁ,
I. Ιων. τύπος του ἄγγαρος, σε Ηρόδ.
II. ουδ. ουσ., ἀγγαρήιον, το σύστημα των έφιππων ταχυδρόμων στην Περσία, ο δρόμος επί του οποίου αυτοί πορεύονταν έφιπποι, στον ίδ.