ἀγείρατος

English (LSJ)

ἀγείρατον, poet. for ἀγέραστος, Hdn. Gr.2.269.

Spanish (DGE)

-ον
privado de recompensa u honores Hdn.Gr.2.269, EM α 86, Et.Gen.α 35, Et.Sym.α 59.
• Etimología: Cf. ἀγέραστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγείρατος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀγέραστος, Ἐτυμ. Μ.