ἀγελικός

English (LSJ)

ἀγελική, ἀγελικόν, of the flock, πρόβατα Sammelb.4322.9 (i A. D.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
del rebaño πρόβατα PYoutie 18.3, 11 (I a.C.), SB 4322.9 (I d.C.), SB 12117.9, BGU 2460.5 (ambos II d.C.), quizás equivaliendo ἀγελικὰ πρόβατα a πρόβατα τέλεια PCornell 15.10 (II d.C.) en BL 2(2).48, θρέμματα ἀγελικά PRoss.Georg.2.18.172 (II d.C.) (pero prob. deba leerse πρόβατα ἀγελικά cf. BGU l.c. nota 5)
gregario Basil.M.29.172A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγελικός: -ή, -όν, ὁ τῇ ἀγέλῃ ἀνήκων, ἀγελαῖος, Βασίλ. Ι. 172Α.