ἀγελαῖος
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
α, ον, (ἀγέλη)
A belonging to a herd, in Hom. always with βοῦς, Il.11.729, Od.10.410, al., cf. S.Aj.175; βοσκήματα E.Ba.677; αἱ ἀ. τῶν ἵππων, i.e. brood-mares, X.Eq.5.8.
II in herds or shoals, gregarious, ἰχθύες Hdt.2.93; ἀγελαῖα, τά, gregarious animals, Pl.Plt. 264d; opp. μοναδικά, σποραδικά, Arist.HA487b34, Pol. 1256a23; πολιτικὸν ὁ ἄνθρωπος ζῷον πάσης μελίττης καὶ παντὸς ἀ. ζῴου μᾶλλον ib.1253a8.
2 of the common herd, ἀ. ἄνθρωποι, opp. ἄρχοντες, Pl.Plt. 268a; hence, common, ordinary, ἀ. ἰσχάδες Eup. 374; ἄρτοι Pl.Com.76; κεραμίδες SIG2587.209, cf. Ath.Mitt.22.182 (Lebad.):—σοφισταί Isoc.12.18, νῆσοι Philostr.Im.2.17; proparox. in this sense, Eust.1752.63.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1perteneciente al rebaño, de la grey βοῦς Il.11.729, cf. Od.10.410, βοσκήματα E.Ba.677.
2 αἱ ἀγελαῖαι τῶν ἵππων yeguas destinadas a la reproducción, de vientre X.Eq.5.8, cf. Gp.16.12.4.
II 1que vive en grupos o bancos, gregario ἰχθύες Hdt.2.93, cf. Arist.HA 487b34, πολιτικὸν ὁ ἄνθρωπος ζῷον ... παντὸς ἀγελαίου ζῴου μᾶλλον Arist.Pol.1253a8.
2 de islas de un archipiélago νῆσοι ἀγελαῖαι Philostr.Im.2.17.1.
3 mat. ἀγελαῖοι δάκτυλοι pulgadas cúbicas Hero Geom.414.9, Tab.H.4.5 (p.187), POxy.3455.9, cf. 15, 20 (III/IV d.C.).
III de la masa ἀγελαῖοι ἄνθρωποι op. ἄρχοντες Pl.Plt.268a
•común, ordinario, del montón, basto ἀγελαῖοι σοφισταί Isoc.12.18, ἀγελαῖαι ἰσχάδες Eup.404, ἀγελαῖοι ἰχθύες· οἱ εὐτελεῖς καὶ μικροί Fr.Lex.III
•κεραμίδες IG 22.1672.209 (Eleusis IV a.C.), πλίνθοι CID 2.56.2C.83, 2.62.2A.2 (ambas IV a.C.), cf. Ath.Mitt.22.1897.182 (Lebadea, heleníst.), λίθοι sillares corrientes, Ist.Mitt.19-20.238.26 (Dídima II a.C.), (γεῖσα) op. γωνιαῖος ID 500A.24 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 11] αία, αῖον (ἀγέλη), 1) von der Heerde; Hom. oft βοῦς ἀγελαίη, wie auch Soph. Ai. 175 ch., die noch frei bei der Heerde ist, vgl. Xen. Eq. 5, 8. – 2) heerdenweise lebend, wie Arist. Pol. 1, 3, 3 die θηρία eintheilt in ἀγ. u. σποραδικά, u. Plat. ἥμερον καὶ ἀγ. verb., Polit. 266 a; σύννομον ζῶον οὐκ ἀγελαῖον οὐδὲ κολοιῶδες Plut. de am. mult. p. 289; ἰχθύες Her. 2, 95, Fische, die in großen Zügen zur Laichzeit fortziehen. – 3) zum großen Haufen gehörig, dah. gemein, gering (die alten Gramm. wollten in dieser Bdtg ἀγέλαιος schreiben u. erkl. ἰδιώτης, ἀμαθής); Plat. im Gegensatz von ἄρχοντες, die gemeinen Leute, Polit. 268 a; Isocr. Panath. 18 οἱ ἀγελαῖοι σοφισταί (Harpocr. τῶν πολλῶν καὶ πλανητῶν, Poll. εὐτελεῖς); ἄρτος Plat. com. Ath. III, 110 d; ἰσχάδες Eupol. Eust. 1165, 14; Plut. Symp. 7, 8, 4 vrbdt τὸ φορβαδικὸν καὶ ἀγελαῖον καὶ ἀσύνετον λόγου; οἱ πολλοὶ καὶ ἀγελαῖοι de gen. Socr. 23.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui forme un bon troupeau : βοῦς ἀγελαῖαι OD troupeau de génisses;
2 qui paît encore au milieu du troupeau, càd qui n'a pas été soumis au joug;
3 réuni en troupe;
4 du troupeau, de la foule, de la multitude ; commun, vulgaire.
Étymologie: ἀγέλη.
Russian (Dvoretsky)
ἀγελαῖος: (ᾰγ)
1 живущий стаями или стадами, стадный (sc. ζῷα Plat.; ἰχθύες Her., Arst.);
2 пасущийся в стаде (βοῦς Hom., Soph.; βοσκήματα Eur.; ἵπποι Xen.): ῥέξαι Ἀθηναίῃ βοῦν ἀγελαίην Hom. принести Афине в жертву стадную (т. е. не знавшую еще ярма) корову;
3 принадлежащий к толпе, рядовой (οὐ μόνον ἀγελαῖοι ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἄρχοντες Plat.): οἱ πολλοὶ καὶ ἀγελαῖοι Plut. люди массы, простой народ; οἱ ἀγελαῖοι σοφισταί Isocr. софисты среднего пошиба.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγελαῖος: -α, -ον, (ἀγέλη) ὁ ἀνήκων εἰς ἀγέλην, ὁ τρεφόμενος ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐπειδὴ αἱ ἀγέλαι διῆγον ὅλον τὸ θέρος ἐν τοῖς ἀγροῖς· παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε μετὰ τοῦ βοῦς, Ἰλ. Λ. 729, Ὀδ. Κ, 410, καὶ ἀλλ.· οὕτω βοῦς ἀγ., Σοφ. Αἴ. 175, βοσκήματα, Εὐρ. Βάκχ. 677, αἱ ἀγ. τῶν ἵππων, φορβάδες τρεφόμεναι πρὸς τεκνοποίησιν, Ξεν. Ἱπ. 5, 8. ΙΙ. ὁ ἐν ἀγέλαις ἢ πλήθει διάγων, ἰχθύες, Ἡρόδ. 2. 93· ἀγελαῖα, τά, ζῷα ἀγεληδὸν ζῶντα, Πλάτ. Πολιτ. 264D· ἀντίκειται ταῖς λέξεσι, μοναδικά, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 23, κἑξ.· καὶ σποραδικά, ὁ αὐτ. Πολ. 1. 8, 5, πολιτικὸν ὁ ἄνθρωπος ζῷον, πάσης μελίττης καὶ παντὸς ἀγελαίου ζῴου μᾶλλον, αὐτ. 1. 2, 10. 2) ἐκ τῆς ἀγέλης ἢ τοῦ πλήθους, ὅ ἐ. κοινός, ἀγ. ἄνθρωποι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄρχοντες, Πλάτ. Πολιτ. 268Α· ἀγ. ἰσχάδες, Εὔπολ. Ἄδηλ. 74, ἄρτοι, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Μενελέῳ», 3· σοφισταί, Ἰσοκρ. 236D· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. οἱ γραμματ. γράφουσι τὴν λ. προπαροξύτονον ἀγέλαιος, Hemst Θωμ. Μ. σ. 7.
English (Autenrieth)
(ἀγέλη): of the herd, herding, βοῦς, βόες.
Greek Monotonic
ἀγελαῖος: -α, -ον (ἀγέλη),
I. αυτός που ανήκει σε αγέλη, αυτός που τρέφεται στους αγρούς, σε Όμηρ., Αττ.
II. 1. αυτός που ζει σε κοπάδια, αγέλες ή πλήθη, ο κοπαδιάρικος· ἰχθύες, σε Ηρόδ.· ἀγελαῖα, τά, κοπαδιάρικα ζώα, ζώα που ζουν σε αγέλες, σε Πλάτ.
2. προερχόμενος από αγέλη ή μπουλούκι, δηλ. κοινός, στον ίδ. κ.λπ.
Greek Monolingual
(I)
-αία, -αίο (Α ἀγελαῖος, -αία, -αῖον, Μ ἀγέλαιος, -αία, -αιον)
1. αυτός που ανήκει σε αγέλη
2. αυτός που ζει ομαδικά, κοπαδιαστά
3. κοινός, συνηθισμένος
νεοελλ.
χυδαίος, «του σωρού»
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀγελαῖοι
τα μέλη της ἀγέλης στην Κρήτη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀγελαῖα
τα ζώα που ζουν κοπαδιαστά (αντίθ. του μοναχικά, σποραδικά)
3. «αἱ ἀγελαῖαι τῶν ἵππων», φοράδες αναπαραγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγέλη.
ΣΥΝΘ. < ἀγελαιοκομικός, ἀγελαιοτροφία.
(II)
ο (Βιολ.)
κάθε έντομο, πουλί ή άλλο ζώο που ζει κατά ομάδες πολλών ατόμων, δηλ. κατά αγέλες.
Middle Liddell
ἀγέλη
I. belonging to a herd, feeding at large, Hom., Attic.
II. in herds or shoals, gregarious, ἰχθύες Hdt.; ἀγελαῖα, τά, gregarious animals, Plat.
2. of the herd or multitude, i.e. common, Plat., etc.