ἀγερμοσύνη

English (LSJ)

ἡ, = ἄγερσις, Opp.C. 4.251.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
grupo πιστῇσιν ἀγερμοσύνη ἑτάρῃσιν Opp.C.4.251.

German (Pape)

[Seite 12] ἡ, Versammlung der Bacchantinnen, Opp. Cyn. 4, 251.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγερμοσύνη: ἡ, = ἄγερσις, Ὀππ. Κυν. 4. 251.