and ἄγκλιμα, τό, poet. for ἀνακλίνω.
[Seite 15] = ἀνακλίνω.
poét. c. ἀνακλίνω.
ἀγκλίνω: эп. = ἀνακλίνω.
ἀγκλίνω: καὶ ἄγκλιμα, τό, ποιητικὰ ἀντὶ ἀνακλίνω, ἀνάκλιμα.
ἀγκλίνω: ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-κλίνω.