ἀγλαόπεπλος
English (LSJ)
ἀγλαόπεπλον, beautifully veiled, Q.S.11.240.
Spanish (DGE)
-ον
de espléndido peplo πινυτῇ ... ἀλόχῳ Ὀᾷ ἀγλαοπέπλῳ GVI 1726.1 (II/III d.C.), Θέτις Q.S.11.240.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων λαμπρὸν πέπλον, Κόϊντ. Σμυρ. 11. 240.