ἀγραυλής
English (LSJ)
ἀγραυλές, in the fields, out of doors, κοίτη Nic.Th.78.
Spanish (DGE)
-ές campestre, al aire libre κοίτη Nic.Th.78.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγραυλής: -ές, ὁ ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐκτὸς τῆς οἰκίας, κοίτη, Νικ. Θ. 78.
ἀγραυλές, in the fields, out of doors, κοίτη Nic.Th.78.
-ές campestre, al aire libre κοίτη Nic.Th.78.
ἀγραυλής: -ές, ὁ ἐν τοῖς ἀγροῖς, ἐκτὸς τῆς οἰκίας, κοίτη, Νικ. Θ. 78.