ἀγριάμπελος

German (Pape)

[Seite 23] ὁ, wilder Weinstock, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριάμπελος: ἡ, ἀγρία ἄμπελος, ἀγριόκλημα, Διοσκ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ bot. nueza, Bryonia cretica L., otra denominación de la βρυωνία (q.u.) Hsch., Hippiatr.4.9, Gloss.Bot.Gr.308.17.