ἀγρική, ἀγρικόν, = ἄγριος, πήγανον POxy.1675.4 (iii A.D.).
-ή, -όνsilvestre πήγανον POxy.1675.4 (III d.C.).
ἀγρικός: ἐσφ. γρ. Θεοκρ. 20, 6, Μόσχ. 5, 13 ἀντὶ ἄγριος.
f.l., Theocr. 20.6 Mosch. 5.13, für ἄγριος.