ἀγριοκρόμμυον

English (LSJ)

τό, = βολβός, Sch.Ar.Pl. 283.

Spanish (DGE)

-ου, τό
bot., prob. nazareno, Muscari comosum (L.) Mill., Sch.rec.Ar.Pl.283d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριοκρόμμυον: τό, ἄγριον κρόμμυον, βολβός, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 283.

German (Pape)

wildes κρόμμυον.