ἀγροικοστομέω

Spanish (DGE)

hablar rudamente Gr.Naz.M.37.1187.

Greek Monolingual

ἀγροικοστομῶ (ἀγροικοστομέω) (Α)
μιλώ σαν αγρότης, χωριάτικα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγροικόστομος < ἄγροικος + στόμα.