ἀγροτικός
Greek (Liddell-Scott)
ἀγροτικός: -ή, -όν, ὁ ἐν ἀγρῷ κατοικῶν, χωρικός, Εὐστ. 261. 24, κτλ. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν τὴν ἄγραν, τὴν θήραν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. στίχ. 400, ἔνθα τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἀγρευταί.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
rústico, rural κατοικία Eust.257.8, ἔπαυλις Eust.906.22, cf. 257.27.
German (Pape)
ländlich, Sp.