ἀγρυπνῶ

Mantoulidis Etymological

(=μένω ξύπνιος). Παρασύνθετο ἀπό τό ἄγρυπνος (ἀγρέω + ὕπνος). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀγρυπνία (=ξαγρύπνημα), ἀγρυπνητήρ (=νυχτοφύλακας), ἀγρυπνητικός, ἀγρύπνως, ἀγρυπνητέον.