ἀγρύπνως

From LSJ

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

Spanish

con todo desvelo, incansablemente, sin dormir

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρύπνως: ὡς παρ’ ἡμῖν. Ὠριγένης ἐν Ἑλλ. Πατρ. Μι. τόμ. 11, σ. 166, Ἰουστινιαν. Νεαρά Λ. ζ΄.- τὸ συγκρ. ἀγρυπνοτέρως, Θ. Στουδ. «Cod. Par. 891, εἰς φύλ. 252 νο.»