ἀδιάφυκτος
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάφυκτος: -ον, μετγ. ἀντὶ ἄφυκτος.
Spanish (DGE)
-ον
ineludible, inevitable, inexorable τόξον Cyr.Al.M.69.1036C, δίκη Cyr.Al.Luc.1.164.
ἀδιάφυκτος: -ον, μετγ. ἀντὶ ἄφυκτος.
-ον
ineludible, inevitable, inexorable τόξον Cyr.Al.M.69.1036C, δίκη Cyr.Al.Luc.1.164.