ἀδιαμόρφωτος

English (LSJ)

ἀδιαμόρφωτον,
A not fully formed, Sor.1.101; σάρξ Sch.Orib.22.5.3. νέμητος, ον, not to be divided, Longin.22.3.
2 undivided, Timae. 77.

Spanish (DGE)

-ον
no conformado totalmente σάρξ Sch.Orib.Inc.12.3
subst. τὸ ἀ. Sor.77.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιαμόρφωτος: -ον, Ὀρειβάσ. ἔκδ. Daremb. τόμ. ΙΙΙ. σ. 681. - Ἐν τῷ Θ. Σ. κεῖται ἐξ ἄλλης πηγῆς τὸ ἀδιαμόρφητος, ὅπερ εἶναι κακὴ γραφή.