ἀδιανοητεύομαι

English (LSJ)

speak unintelligibly, Sch.Ar.Av.1377.

Spanish (DGE)

hablar sin pensar Sch.Ar.Au.1377.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιανοητεύομαι: ἀποθ., ὁμιλῶ ἀδιανοήτως, ἀκατανοήτως, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 1377.