ἀδιαπόνητος

English (LSJ)

ἀδιαπόνητον, undigested, κρέα Ath.9.402d.

Spanish (DGE)

-ον difícil de digerir κρέα Ath.402d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιαπόνητος: -ον, ὁ μὴ διαπονηθείς, ὅν τις δὲν ἀπετέλεσεν ἐξ ὁλοκλήρου, -ἀχώνευτος, Ἀθήν. 402D.