ἀχώνευτος
Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein
English (LSJ)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀχώνητος PCair.Zen.742.8 (III a.C.), pero cf. ἀκώνητος
• Morfología: [fem. ἀχωνεύτη PCair.Zen.741.31 (III a.C.)]
1 no recubierto con pez λήκυθοι PCair.Zen.741.l.c., κερ(άμια) PCair.Zen.742.l.c.
2 no fundido, ἄγαλμα Socr.Sch.HE 5.16.12
•τὴν ... παλάμην ἀχώνευτον Rom.Mel.30.αʹ.1, ἀχώνευτον· ἄκαυστον Hsch.
3 indigesto, no digerido, AB 1096.
German (Pape)
[Seite 420] nicht geschmolzen, nicht zu schmelzen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχώνευτος: -ον, ὁ μὴ χωνευθείς, μὴ χυθεὶς εἰς τύπον, Ἐκκλ. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ χωνεύσῃ, δηλ. νὰ τήξῃ, «ἀχώνευτον· ἄκαυστον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχώνευτος, -ον)
εκείνος που δεν έλειωσε στο χωνευτήρι
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να λειώσει στο χωνευτήρι
νεοελλ.
1. (για τροφές) αυτός που δύσκολα χωνεύεται, ο δύσπεπτος
2. εκείνος που δεν έχει αφομοιωθεί, δεν έχει γίνει κατανοητός
3. αντιπαθητικός, ανυπόφορος
4. ασυγχώρητος.