ἀδιαχώριστος

English (LSJ)

ἀδιαχώριστον, unseparated, undistinguished, EM538.34, Suid. Adv. ἀδιαχωρίστως Hsch. s.v. ἀδιασπάστως.

Spanish (DGE)

-ον
1 inseparable ὥσπερ ἐν τῷ καμπύλῳ τὸ κοῖλον καὶ τὸ κυρτὸν ἀδιαχώριστον como en la curva lo convexo y lo cóncavo son inseparables Arist.EE 1219b34, c. gen. ἀδιαχώριστόν μου αὐτὴν ποιεῖν Suppl.Mag.46.24.
2 no separado o distinguido, confuso glos. a ἀδιάκριτος Hsch., Sud., cf. Eust.689.26
subst. τὸ ἀ. indistinción τὸ ἀ. τοῦ λόγου Sch.Pi.P.4.303a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδιαχώριστος: -ον, ὁ μὴ διακεχωρισμένος, Νικήτ. Εὐγ. 6. 46, Σουΐδ.