διακεχωρισμένος

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source

Greek (Liddell-Scott)

διακεχωρισμένος: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ διαχωρίζω, σαφῶς, ἀκριβῶς, Σουΐδ. ἐν λ. διακεκριμένως.