ἀδιόρατος
English (LSJ)
ἀδιόρατον, not to be seen through, Poll.5.150.
Spanish (DGE)
-ον
opaco Poll.5.150
•de pers. τὰ εἰς πονηρίαν ἀδιόρατος impenetrable en lo relativo a sus maldades Eust.Op.286.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιόρᾱτος: -ον, ὁ μὴ διορώμενος ἢ δι’ οὗ δὲν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, Πολυδ. 5. 150.
German (Pape)
[ρᾱ], undurchsichtig, Sp.