ἀδοιάστως

English (LSJ)

(δοιάζω) without doubt, Anacr.95. [οῐ l.c.]

Spanish (DGE)

sin dudar μένω σ' ἀδοιάστως Anacr.55.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδοιάστως: (δοιάζω) χωρὶς ἐνδοιασμοῦ, Ἀνακρ. 95. [οῐ ἐν τόπῳ].

Russian (Dvoretsky)

ἀδοιάστως: без сомнения Anacr.

German (Pape)

ohne Zweifel, Anacr. 68.