ἀδονίς

English (LSJ)

ἡ, poet. for ἀηδονίς, Mosch.3.46.

German (Pape)

[Seite 36] ίδος, ἡ, = ἀῃδονίς, Mosch. 3, 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδονίς: ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀηδονίς· Μόσχ. 3. 47. Meineke Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 11. [ᾱ].

Greek Monotonic

ἀδονίς: [ᾱ], ἡ, ποιητ. αντί ἀηδονίς, σε Μόσχ.