ἀηδονίς
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = ἀηδών, nightingale, E.Rh.550 (lyr.), Call.Lav.Pall. 94, Theoc.8.38; Μουσάων ἀηδονίς, of a poet, AP7.414 (Noss.); of a girl, IG14.1942.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Morfología: [poét. plu. ἀδονίδες Mosch.3.46, Theoc.Ep.4]
1 ruiseñor E.Rh.550, Theoc.8.38, Ep.4, Μυσάων ἀ. AP 7.414 (Noss.), Lyr.Adesp.460.8S.
• fig. de una mujer IUrb.Rom.1305.7 (II d.C.).
2 ἀηδονίς· τόπος ἔνθα ᾖδον καὶ ἐργαστήριον Hsch.
3 equiv. a κύσθος Archil.258 (pero ἀηδονιδεύς Hsch.).
German (Pape)
[Seite 44] ίδος, ἡ, Nachtigall, der Form nach dimin., Eur. Rhes. 546; Theocr.8, 38; von einer Dichterin, Noss. 12 (VII. 414).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
c. ἀηδών.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀηδονίς -ίδος, ἡ ἀηδών nachtegaal.
Russian (Dvoretsky)
ἀηδονίς: ίδος ἡ Eur., Theocr., Anth. = ἀηδών.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδονίς: -ίδος, ἡ = ἀηδών, Εὐρ. Ρῆσ. 550. Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 94. Θεόκρ. 8. 38· Μουσάων ἀηδονίς, περὶ ποιητοῦ, Ἀνθ. Π. 7. 414. περὶ κορασίου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 551, 6: ― Ὑποκορ. μόνον κατὰ τὸν τύπον.
Greek Monotonic
ἀηδονίς: -ίδος, ἡ = ἀηδών, αηδόνι, σε Ευρ., Θεόκρ.· Μουσάων ἀηδονίς, λέγεται για έναν ποιητή, σε Ανθ.
Middle Liddell
= ἀηδών
a nightingale, Eur., Theocr.; Μουσάων ἀηδονίς, of a poet, Anth.