ἀδράφαξυς

English (LSJ)

or ἁδράφαξυς, ἡ, v. ἀτράφαξυς.

Spanish (DGE)

uelἁδράφαξυς v. ἀτράφαξυς.

German (Pape)

[Seite 37] υος, ἡ, ein Gartengewächs, Spinat, Phereer. B. A. 345; Sp. ἀνδράφαξυς, s. ἀτράφαξις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδράφαξυς: ἢ ἀδράφαξυς, ἡ, ἴδ. ἀτράφαξυς.

Frisk Etymological English

See also: ἀτράφαξυς

Frisk Etymology German

ἀδράφαξυς: {adráphaksus}
See also: s. ἀτράφαξυς.
Page 1,21