ἀτράφαξις

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτράφαξις Medium diacritics: ἀτράφαξις Low diacritics: ατράφαξις Capitals: ΑΤΡΑΦΑΞΙΣ
Transliteration A: atráphaxis Transliteration B: atraphaxis Transliteration C: atrafaksis Beta Code: a)tra/facis

English (LSJ)

v. ἀτράφαξυς.

German (Pape)

[Seite 388] oder ἀτράφαξυς, auch ἀδράφαξυς, Spinat, Diosc.

Greek Monolingual

η [Α ἀτράφαξις και -ξυς, (-έως)]
το φαρμακευτικό φυτό ατράφαξις η κηπαία ή η ροδόχρους, το χρυσολάχανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ. Ο λατ. τ. atriplex είναι δάνειο από την Ελληνική ή από μία μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα].