ἀειλαμπής

English (LSJ)

ἀειλαμπές, gloss on Ὄλυμπος, ever-shining, Stob.1.22.2.

Spanish (DGE)

-ές
siempre resplandeciente φῶς Gr.Naz.M.36.609B, cf. Stob.1.22.2.

German (Pape)

[Seite 39] ές, stets leuchtend, Stob. ecl. 1, p. 494.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειλαμπής: -ές, ὁ ἀεὶ λάμπων, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 494.