ἀειναής

English (LSJ)

ἀειναές, = ἀείναος, Nic. Fr. 78, in Ep. dat. pl. ἀειναέεσσι.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): ἀεναής IPE 12.519.8 (Quersoneso Táurico II d.C.)
que fluye constantemente ὑδάτεσσιν ἀειναέεσσι νοτίζοις riegues con constantes chorros de agua Nic.Fr.78.5
fig. recurrente, perenne κελάδημα IPE l.c.

German (Pape)

[Seite 39] (-ναέεσσιν ὑδάτεσσι, f. L. ἀειάντεσσι). immer fließend, Nic. frg. bei Ath. II, 61 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεινᾰής: -ές, = τῷ ἑπομ. Νίκ. Παρ’ Ἀθην. 61Α. ἡ Ἐπ. δοτ. πληθ. εἶναι ἀειναέεσσι.