ἀεροπέτης
English (LSJ)
ες, (< πέτομαι) flying in air, σφήξ Horap. 2.24, PMagLond. 121.554.
German (Pape)
[Seite 42] ὁ, in der Luft fliegend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεροπέτης: -ες, (πέτομαι) πετόμενος ἐν τῷ ἀέρι, Ὡραπόλλ. 2. 124.
ες, (< πέτομαι) flying in air, σφήξ Horap. 2.24, PMagLond. 121.554.
[Seite 42] ὁ, in der Luft fliegend, Sp.
ἀεροπέτης: -ες, (πέτομαι) πετόμενος ἐν τῷ ἀέρι, Ὡραπόλλ. 2. 124.