ἀηδόνειος

German (Pape)

[Seite 44] von der Nachtigall, γόος Aesch. frg. B. A. 349; richtiger ἀηδόνιος, wie νόμος, Nachtigallenweise, Ar. Ran. 683; πέτρα Eur. Ion. 1482; ὕπνος, d. i. geringer Schlaf, Nicochar. B. A. 349.

Greek (Liddell-Scott)

ἀηδόνειος: -ον, = ἀηδόνιος, ὕπνος ἀηδ., παροιμ. περὶ τοῦ ἐλαχίστου, ὀλιγίστου ὕπνου, Νικόχ. Ἄδηλ. 3· πρβλ. Νόνν. Δ. 5. 411.