ἀηθίζομαι
English (LSJ)
to be unaccustomed to a thing, Posidon.26.
Spanish (DGE)
no estar acostumbrado Posidon.274 (cód.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀηθίζομαι: ἀποθ., εἶμαι ἀσυνήθιστος εἴς τι πρᾶγμα, Στράβ. 198.
German (Pape)
bei Strab. 4.4.6 dem πραέως φέρειν διὰ τὴν συνήθειαν entgegengesetzt, ungewohnt und unangenehm finden; man vermutet ἀηδίζομαι.