ἀθηλής

English (LSJ)

ἀθηλές, = ἀθήλαστος (not having suckled), μαζοί Nonn. D. 48.365, cf. Tryph. 34.

Spanish (DGE)

-ές
que no ha dado de mamar κοπτόμεναι περίκυκλον ἀθηλέος ὄμφακα μαζοῦ golpeando la uva redonda de su seno que no ha dado de mamar Triph.34, cf. ἄθηλυς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθηλής: -ές, (θηλή) ὅστις δὲν ἐθήλασε, μαζός, Τρυφ. 34.

German (Pape)

μαζός, die nicht gesäugt hat, Nonn. D. 48.361; Tryph. 34.