ἀθροότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, (ἀθρόος) a being massed together, collectivity, κατὰ ἀθροότητα, opp. κατὰ μέρη, Epicur.Ep.2p.49U.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
totalidad, conjunto κατὰ ἀθροότητα op. κατὰ μέρη Epicur.Ep.[3] 106, τῇ ἀθροότητι καὶ τῷ πλήθει τοῦ θερμοῦ Alex.Aphr.Pr.1.43, cf. 59, 80.

German (Pape)

[Seite 48] ἡ, Gesammtheit, D. L. 10, 106.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθροότης: -ητος, ἡ, (ἀθρόος), τὸ εἶναι ὁμοῦ συμπεπυκνωμένους, Διογ. Λ. 10, 106.

Russian (Dvoretsky)

ἀθροότης: ητος ἡ совокупность, скопление Diog. L.