ἀκάνιον

English (LSJ)

τό, Dim. of ἄκανος, Hsch.

Spanish (DGE)

ἀκάνθιον Hsch.α 2267 (cód.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκάνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄκανος, «ἀκάνιον, ἀκάνθιον», Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἀκάνιον, το (Α) ἄκανος
μικρός άκανος, αγκαθάκι.