άκανος

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

Greek Monolingual

ἄκανος, ο (Α)
1. είδος αγκαθιού
2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα ακ- «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα, ἀκόνη ἄκων, ἀκόντιον, που συνδέονται όλες με τη σημασία του «οξύς, μυτερός, αιχμηρός». Ειδικότερα η λ. ἄκανος χρησιμοποιήθηκε ως βοτανικός όρος (πρβλ. και ἄκανθα), αφού σχηματίστηκε όπως πολλά άλλα ονόματα φυτών με το επίθημα -ανος (ἄκ-ανο-ς)
πρβλ. βάλ-ανος, πλάτ-ανος, πύ-ανος ράφ-ανος κ.ά. Η λ. ἄκανος μαρτυρείται άπαξ με τη μορφή αθέματου (τριτόκλιτου) τύπου, ως ἄκαν, -ανος. Ακόμη είναι η λ. που απετέλεσε πιθανώς τη βάση για τον σχηματισμό του πολύ εύχρηστου όρου ἄκανθα
ΠΑΡ. αρχ. ἀκανίζω, ἀκανικός, ἀκάνιον, ἀκανώδης. Βλ. και λήμμα ἀκ-].