ἀκέλευστος

English (LSJ)

ἀκέλευστον, unbidden, A.Ag.731 (lyr.), S.Aj.1284, E.El.71, Pl.Lg.953d. Adv. ἀκελεύστως Suid. s.v. ἀπαγγέλτως.

Spanish (DGE)

-ον
1 sin que nadie lo pida u ordene ἀ. ἄμισθος ἀοιδά A.A.978, δαῖτ' ἀκέλευστος ἔτευξεν A.A.731, ἀ. ἦλθε S.Ai.1284, cf. E.El.71, Pl.Lg.953d.
2 adv. -ως sin ordenarlo nadie Rom.Mel.11.κδʹ, Sud.s.u. ἀπαραγγέλτως.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui agit spontanément, sans avoir reçu d'ordre.
Étymologie: , κελεύω.

German (Pape)

ungeheißen, freiwillig, Aesch. Ag. 713, 952; Soph. Aj. 1263; Eur. Ion 1359; Plat. Legg. XII. 953d.
• Adv. Suid.

Russian (Dvoretsky)

ἀκέλευστος: действующий без приказания, по собственному почину, добровольно Trag.: ἴτω ἀ. Plat. пусть он идет без приглашения.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκέλευστος: -ον, ὁ μὴ κελευσθείς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 731, Σοφ. Αἴ. 1263, Εὐρ. Ἠλ. 71, Πλάτ. Νόμ. 953D. ― Ἐπίρρ. -τως, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκέλευστος, -ον) κελεύω
αυτός που δεν έχει προσταχθεί, (μσν. νεοελλ.) εκείνος που δεν έχει κελευσθεί, δεν έχει χειροτονηθεί σε ιερατικό αξίωμα.

Greek Monotonic

ἀκέλευστος: -ον, αυτός που δεν διατάχθηκε, σε Τραγ., Πλάτ.

Middle Liddell

unbidden, Trag., Plat.

English (Woodhouse)

not ordered