ἀκακέμφατος

English (LSJ)

κακῆς φήμης ἀπηλλαγμένος, in no ill repute, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
sin mala reputación Hsch.
irreprochable, perfecto γνῶσις ἀ. τῆς Τριάδος Meth.Symp.111, cf. Phot.Bibl.309a.16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκᾰκέμφατος: -ον, «ὁ κακῆς φήμης ἀπηλλαγμένος», Ἡσύχ., Μεθόδ. περὶ Ἀγγελομιμ. Παρθ. 3. 20.