ἀκανθοβάτις

Spanish (DGE)

-ιδος
• Prosodia: [ᾰκανθοβᾰ-]
que camina entre espinas ἀκρίς AP 7.198 (Leon.).

Russian (Dvoretsky)

ἀκανθοβάτις: ιδος Anth. adj. f к ἀκανθοβάτης.

German (Pape)

ἀκανθοβάτιν ἀκρίδα, Leon.Tar. 65 (VII.198).