ἀκανθοβάτης

From LSJ

οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθοβᾰ́της Medium diacritics: ἀκανθοβάτης Low diacritics: ακανθοβάτης Capitals: ΑΚΑΝΘΟΒΑΤΗΣ
Transliteration A: akanthobátēs Transliteration B: akanthobatēs Transliteration C: akanthovatis Beta Code: a)kanqoba/ths

English (LSJ)

ἀκανθοβάτου, ὁ, walking among thorns, nickname of grammarians, AP11.322 (Antiphan.): —fem. ἀκανθοβάτις, ιδος, ib.7.198 (Leon.).

Spanish (DGE)

-ου
• Prosodia: [ᾰκανθοβᾰ-]
caminante entre espinas σῆτες ἀκανθοβάται de los gramáticos AP 11.322 (Antiphan.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui marche sur des épines ; fig. c. ἀκανθολόγος.
Étymologie: ἄκανθα, βαίνω.

German (Pape)

ἀκανθοβάται σῆτες, nennt die Grammatiker Antiphan. 5 (XI.322), die auf (spitzfindigen) Dornen gehenden (Bücher-) Motten. Davon fem. ἀκανθοβάτιν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκανθοβάτης: ου adj. m шествующий по терниям: ἀκανθοβάται σῆτες Anth. (ирон. об ученых-грамматиках) ползающие по терниям черви.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθοβάτης: -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν διὰ μέσου ἀκανθῶν, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν Γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322· πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4: - θηλ.: ἀκανθοβάτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 198.

Greek Monolingual

ἀκανθοβάτης, ο (θηλ. ἀκανθοβάτις, -ιδος, η) (Α)
όποιος περπατάει επάνω ή ανάμεσα στ’ αγκάθια
λέγεται κυριολεκτικά («ἀκανθοβάτιν ἀκρίδα») και μεταφορικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -βάτης < βαίνω].

Greek Monotonic

ἀκανθοβάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (βαίνω), αυτός που περπατά, βαδίζει ανάμεσα σε αγκάθια, σκωπτικό παρωνύμιο των Γραμματικών, των Αλεξανδρινών φιλολόγων, σε Ανθ.· θηλ. ἀκανθοβάτις, -ιδος, στον ίδ.

Middle Liddell

βαίνω
walking among thorns, nickname of grammarians, Anth.:—fem. ἀκανθοβάτις, ιδος, Anth.