ἀκανθοβελής

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθοβελής: -ές, ὁ τραχύς, ὁ ὀξὺς ἕνεκα τῶν ἀκανθῶν, Κ. Μανασσ. Χρονικ. σ. 97.