ἀκατάποτος

English (LSJ)

ἀκατάποτον, not to be swallowed, LXX Jb.20.18.

Spanish (DGE)

-ον
no tragado (mala trad. del hebr. lo’ ya ‘ălōs) LXX Ib.20.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατάποτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπίῃ, Ἑβδ. (Ἰὼβ κ΄, 18).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατάποτος, -ον) (νεοελλ. και ακατάπιοτος) καταπίνω
αυτός που δεν καταπίνεται ή δεν μπορεί να τον καταπιεί κανείς.

German (Pape)

nicht zu verschlucken, LXX.